Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011







Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω

Περνούν τα χρόνια,
θα γίνω δεκαεπτά.
Πού θα δουλέψω τότε,
με τι θα ασχοληθώ;
Χρειαζούμενοι τεχνίτες-
είναι οι μαραγκοί και οι ξυλουργοί!
Για να φτιάξεις έπιπλα χρειάζεται σοφία:
στην αρχή
παίρνουμε τη ξυλεία
και φτιάχνουμε σανίδες
μακριές και επίπεδες.
Απλώνουμε τις σανίδες αυτές
στον πάγκο.
Από τη δουλειά
του πριονιού
φεύγει η ασπράδα.
Από το πριόνισμα
πετάγονται σκλήθρες.
Το ροκάνι
στα χέρια
δουλειά διαφορετική:
ρόζους, ουρίτσες,
με το ροκάνι τρώμε.
Τα ροκανίδια τα καλά-
κίτρινα παιχνίδια.
Κι αν
σας χρειάζεται μια σφαίρα,
πολύ στρογγυλή,
στο τόρνο
θα τη στρογγυλέψουμε.
Σιγά – σιγά θα φτιάχνουμε
πότε ένα κιβώτιο
πότε ένα ποδαράκι.
Δείτε πόσες φτιάξαμε
καρέκλες και τραπεζάκια!


Καλά περνάει ο ξυλουργός,
καλύτερα –
ο μηχανικός,
σπίτι θα πιανα να χτίσω,
αν με δίδασκε κανείς.
Στην αρχή
θα σχεδίαζα
το σπίτι
που θα ήθελα.
Το πιο σημαντικό,
θα ‘ταν να σχεδιάσω
ένα κτίριο
όμορφο
θαρρείς και είναι ζωντανό.
Αυτό που θαναι
μπροστά
πρόσοψη ονομάζεται.
Αυτό
που καθένας θα καταλαβαίνει τι ‘ναι-
είναι το μπάνιο,
είναι ο κήπος.
Το σχέδιο είναι έτοιμο,
και γύρω
εκατό δουλειές
για χίλια χέρια. 
Στήνονται οι σκαλωσιές
που στα ουράνια φτάνουν.
Όπου υπάρχει πολλή δουλειά
εκεί
μπαίνει η λοποτιά·
σηκώνει τα δοκάρια
σα να ‘ναι ξυλαράκια.
Μεταφέρει τούβλα,
στο φούρνο ψημένα.
Κάτω από τη στέγη βάλανε τσίγκο.
Έτοιμο το σπίτι,
            έχει και σκεπή.
Καλό σπίτι,
            μεγαλούτσικο σπίτι
στις τέσσερις πλευρές του,
θα ζήσουν μέσα τα παιδιά
άνετα και ευρύχωρα.


Καλά περνάει ο μηχανικός
καλύτερα όμως 
            ο γιατρός,
τα παιδιά θα έκανα καλά,
αν με σπούδαζαν καλά.
Τον Πετράκη θα επισκεφτώ
και την Πόλα θα επισκεφτώ!
Γεια σας παιδιά!
Ποιος είναι άρρωστος;
Πώς περνάτε,
πως είναι η κοιλίτσα;
Μέσα απ’ τα ματογυάλια
θα κοιτάξω
την άκρη της γλωσσούλας.
- Βάλτε αυτό το θερμόμετρο
στη μασχάλη σας, παιδάκια. –
Και θα βάζουν χαρούμενα τα παιδάκια
το θερμόμετρο στη μασχάλη του.
- Θα ας έκανε
πολύ καλό
Αα πίνατε ένα χάπι
και μια κουταλίτσα
καταπότι.
Καλό θα ήταν να ξαπλώσετε,
λίγο να κοιμηθείτε –
κομπρέσα στο στομαχάκι σας
να βάλετε
και τότε
μέχρι το γάμο
όλα, φυσικά, θα περάσουν.


Καλά περνάνε οι γιατροί,
καλύτερα –
οι εργάτες,
θα γινόμουνα εργάτης
αν μου μάθαιναν το πώς.
Σήκω!
            Τράβα!
                        Η σειρήνα σε καλεί,
Θα ‘ρθουμε στο εργοστάσιο κι εμείς.
Λαός πολύς μαζεύτηκε
χιλιάδες διακόσιες.
Αυτό που ένας δε μπορεί
όλοι μαζί θα κάμουμε,
μπορεί
τ’ ατσάλι
με ψαλίδι να κόψουμε,
με γερανό ψηλό
βάρη να μεταφέρουμε·
τ’ ατμοκίνητο δρεπάνι
βάρη και γραμμές απλώνει.
Το καλάι λιώνουμε,
μηχανές επιδιορθώνουμε.
Η δουλειά του καθενός
χρειάζεται το ίδιο.
Εγώ φτιάχνω παξιμάδια
κι εσύ
βίδες
για τα παξιμάδια.
Κι όλοι μαζί
δουλεύουμε
στο εργοτάξιο συναρμολόγησης.
Βίδες,
μπείτε
στις ίσιες τρύπες,
ενώστε
τα τεράστια
εξαρτήματα.
Εκεί –
ο καπνός,
Εδώ –
η βουή.
Βρον-
τά
το κτίριο
όλο.
Και να
που το ατμόπλοιο προβάλει,
που εσάς
κι εμάς
και θα μας μεταφέρει
και θα μας ταξιδεύει.


Στο εργοστάσιο είναι καλά,
μα στο τραμ-
καλύτερα ,
εισπράκτορας θα γινούμουν
αν μου μάθαιναν το πώς.
Οι εισπράκτορες
ταξιδεύουν πάντα.
Με μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα,
πάντα,
κάθε μέρα
μπορούν με το τραμ να κυκλοφορούν.
- Εμπρός, μεγάλοι και παιδιά
αγοράστε εισιτήριο,
διάφορα είναι τα εισιτήρια,
πάρτε όποια θέλετε –
πράσινα,
κόκκινα
και γαλάζια. –
Ταξιδεύεις πάνω στις γραμμές.
Φτάνεις στο τέρμα,
και πας στο δάσος
να κάτσεις
να ζεσταθείς.

Εισπράκτορας είναι καλά,
μα οδηγός –
καλύτερα,
θα γινόμουν οδηγός
αν μου έδειχναν το πώς.
Ξεφυσά το γρήγορο αυτοκίνητο,
Πετάει, γλιστρώντας,
Είμαι καλός οδηγός εγώ –
Αδύνατον να με συγκρατήσεις.
Μόνο πείτε μου,
που θέλετε να πάτε –
χωρίς γραμμές
τους ένοικους
στο σπίτι τους θα πάω.
Πηγαί-
νουμε,
κορνά-
ρουμε:
«Μεριά-
στε,
Φύγε-
τε


Οδηγός είναι καλά
μα πιλότος –
καλύτερα,
πιλότος θα γινόμουν
αν μου ‘δειχναν πως.
Με βενζίνη το ντεπόζιτο γεμίζω
και την έλικα γυρίζω.
«Στους ουρανούς, κινητήρα πάρε με,
ν’ ακούσω τα πουλιά που τραγουδάνε».
Μη φοβάσαι,
0ύτε τη βροχή,
ούτε το χαλάζι.

Πετάω πάνω από ένα σημαδάκι,
Σημαδάκι – ιπτάμενο.
Με τα’ ατμού το γλάρο το λευκό,
στης θάλασσα τα πέρατα πέταξα.
Χωρίς λόγια
Πάνω απ’ τα βουνά πετάω.
«Πέτα, κινητήρα,
να μας πας
μέχρι τ’ αστέρια,
και μέχρι το φεγγάρι,
αν και το φεγγάρι
και τα περισσότερα αστέρια
είναι πολύ μακριά».


Ο πιλότος είναι καλά
μα ο ναύτης –
καλύτερα.
Ναύτης θα γινόμουν,
Αν μου ‘δειχναν πως.
Θα ‘χα κορδέλα
στο κασκέτο,
και στη μπλούζα
άγκυρα.
Τούτο το καλοκαίρι θα ταξίδευα
Ωκεανούς κατακτώντας.
Μάταια, κύματα, κουνιέστε –
το θαλασσινό δρομάκι
στα κατάρτια και τα ιστία
κουνιέμαι σα γάτα.
παραδόσου, άνεμε που στροβιλιζεσαι,
παραδόσου, θύελλα καταραμένη,
θα ανακαλύψω
τον πόλο
το Νότιο –
και το Βόρειο –
μάλλον.


Αφού το βιβλίο πετάξεις
κρέμασε στ’ αυτιά σου –
όλες και καλές δουλειές,
και διάλεξε
όποια σου αρέσει!

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)

Λίλιτσκα (αντί επιστολής)

Η μυρωδιά του καπνού πλημμύριζε τον αέρα.
Δωμάτιο –
το κεφάλι στο κόλαση του Κρουτσενίχ*.
Θυμήσου –
Μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο
για πρώτη φορά,
χάιδεψα τα χέρια σου, αλλοπαρμένος.
Σήμερα κάθεσαι εκεί,
με σιδερένια καρδιά.
Άλλη μια μέρα –
Και θα με διώξεις,
αφού με βρίσεις, ίσως.
Στο θολό προθάλαμο για ώρα πολλή δε τολμώ να μπω
το χέρι μου κρέμεται σα σπασμένο μέσα στο μανίκι.
Θα φύγω τρέχοντας,
το κορμί στο δρόμο θα ρίξω.
Εξαγριωμένος,
θα χάσω τα λογικά μου,
και θα εξαφανιστώ μέσ’ την απόγνωσή μου.
Μην το κάνεις αυτό,
αγαπημένη,
καλή μου,
έλα να χωρίσουμε τώρα!
Έτσι κι αλλιώς
Ο έρωτας μου –
Είναι ζύγι βαρύ βλέπεις –
Κρέμεται πάνω σου
Όπου κι αν πας.
Έλα στην τελευταία κραυγή να βγάλουμε
τη θλίψη των παραπόνων μας.
Αν με δυσκολία σκοτώνουν τον ταύρο, -
Εκείνος φεύγει,
Και ξαπλώνει στα δροσερά νερά.
Εκτός από τον έρωτα σου,
Δεν έχω
Θάλασσα,
Ενώ στο έρωτα σου και στο θρήνο ανάπαυση δεν βρίσκω.
Σαν θελήσει να αναπαυτεί ο κουρασμένος ελέφαντας –
Ξαπλώνει αυτοκρατορικά στην καυτή άμμο.
Εκτός από τον έρωτα σου,
Δεν έχω
Ήλιο,
Και δεν ξέρω πού είσαι και με ποιον.
Κι αν έχεις τόσο πολύ βασανίσει τον ποιητή
Εκείνος
Θα αντάλλασε τα χρήματα και τη δόξα με την αγαπημένη του
Και δεν έχω
άλλο χαρούμενο ήχο
Εκτός από τον ήχου του αγαπημένου σου ονόματος.
Δεν θα πέσω απ’ τη σκάλα,
ούτε φαρμάκι θα πιω,
κι ούτε το αποτσίγαρο πάνω από το φρύδι θα σβήσω.
Πάνω μου,
εκτός από το βλέμμα σου,
δεν έχει εξουσία η κόψη κανενός μαχαιριού.
Αύριο θα λησμονήσεις,
ότι σε έστεψα,
ότι τη ψυχή σου με έρωτα χρωματιστό έκαψε,
και τις ματαιόδοξες ημέρες το ανεμοδαρμένο πανηγύρι
Θα ξεσκίσει τις σελίδες των βιβλίων μου …
Των λέξεων μου οι στεγνές σελίδες
Θα υποχρεώσουν, άραγε,
να αναπνέουν διψασμένα;

Δώσε τουλάχιστον
στην τελευταία τρυφερότητα να στρώσει
το βήμα σου που απομακρύνεται.

26 Μαΐου 1916,
Πέτρογκραντ

Περί ποιητών

Περί ποιητών
Ποίημα, ομοίως χρήσιμο και για επιμελητές και για ποιητές


Όλων των συντρόφων μου στην τέχνη:
μερικές ιδέες
για «την ανάφλεξη των καρδιών των ανθρώπων με λέξεις»



Τι είναι η ποίηση;!
Ανοησία.
Αστείο.
Αυτά τ’ αστεία όμως μου φαίνονται τρομερά.


Με το μάτι του μυαλού εγκαταλείποντας την Ομοσπονδία –
Είμαι έτοιμος από τον πόνο να στριγγλίσω και να πλακωθώ.
Σε όλη την περιοχή –
Χιλιάδες είκοσι ποιητών είναι τσακισμένοι.
Από την καθιστική ζωή έχουν ξεραθεί εντελώς.
Πείνασαν.
Με γυμνούς αγκώνες.
Μέρα νύχτα
Καίνε και καίνε
Τις καρδιές αθώων ανθρώπων με «λέξεις».
Έγραψα.
Έτοιμο.
Ρωτιέμαι : έκαψες;
Έκαψα!
Και την καρδιά, ακόμη και τα πλευρά.Μπορούν όμως να καταλάβουν τα ποιητικά κοπάδια,Ότι οι καρδιέςΚαίγονταιΑποκλειστικά από ντροπή. Κρίνετε μόνοι σας: κάθεται κάποιος κρεμανταλάς(λίγες είναι οι λέξεις στη Ρωσία;!). και βγάζει σαν βελόνα από την λάσπη,μιαν ανοησίαΗ οποία είναι πιο εύκολη για τους στιχοπλόκους.Λίγες είναι στη γλώσσα αυτές οι ανοησίες,που σαν καμπανάκι ηχούν στ’ αυτιά; Διαλέγει . . .
χτενίζει ξανά τις άκρες
Ώστε η μορφή να είναι «κλασσική»
«ποιητική.Χτενίζουν …κι αναστενάζουν: αρέσουν οι ίαμβοι στον επιμελητή που βρίζει. Για προσπάθησε όμως να πας και να χώσειςκάποια λέξηστον ίαμβο,για παράδειγμα «θηλαστικό». Ιδρώνουν κατά πως πρέπειπάνω από την μεγάλη σελίδα. και μόνο στα πλάγιασ’ ένα στενό κομματάκιοι μικρές αράδες απλώθηκαν σα σκουλήκια.Το υπόλοιπο – Κόμματα και τελείες μόνο. Πήρε μια όμορφη γλώσσα και την πετσόκοψε,κρίμα τα λεφτά που χαράμισε για την εκπαίδευσή του.στη σύνταξηΗ συμμορία των ποιητών είναι τέτοια,που ο επιμελητής πάσχει από χρόνια ανεπάρκεια νεφρών.Αυτή την συμμορία με αγκωνιέςΤην βγάζουν από την πόρτα, Ο κλητήρας φωνάζει: «Γεμίσαμε καθάρματα!»Σαν να μην είναι του κόσμου τούτου – στέκονται σιωπηλοί. Σπάνια είναι για τον ποιητή η αχτίδα της επιτυχίας.Εκτός αν ο επιμελητής παραδιάβασε το Ταλμούθ,και μπορέσεις άνετα να του χώσειςκάποιο προπέρσινοξεχασμένο «νέο». Και, επιτέλους, ξεφυσώντας πάνω από την ανοησίαο εκδότης,σκίζει το τυπογραφικό δοκίμιο με τα μικρά στοιχείακαι κλείνει με στίχους την μία τρύπα μετά την άλλη, προς θλίψη των γονέων και προς μεγάλη χαρά των κριτικών.Και σκύβουν πάνω από τις διορθώσεις ο στοιχειοθέτης και η στοιχειοθέτρια. Είναι προφανώς – Στοιχειοθετούν και μορφάζουν. Έχω πάρει μια απόφαση:Να βοηθώ τους ανθρώπους. Κρίμα είναι!(Ένα ξεχωριστό παράρτημα θα ήταν καλό για την άνοιξη, Όταν αυτό το ποίημα θα το διαβάζει όλη η Ν.Ε.Π.)Δεν είμαι εναντίον μιας τέτοιας ποίησης.Κάθε άλλο.Η άνοιξη σε παρασέρνει σε μελαγχολική διάθεση.Κάτω όμως η χειροτεχνία!Τι μπορεί να είναι πιο παλιόΑπό τους χειροτέχνες; ! Σαν μάστορας αυτής της τέχνης(μην μου κολλήσετε)Σας ανακοινώνω την οικουμενική συνταγή, κύριοι.(Το νέο είναι,Ότι με βάση τα δικά μου μέτραΟι ποιητές θα αντικατασταθούν από τους κλητήρες της σύνταξης). Συνταγή (Οδηγίες εντελώς απλές: συνολικά επτά).
1. Παίρνουμε τους κλασσικούς
τους τυλίγουμε
και τους περνάμε μέσα από την κρεατομηχανή.
2. Τα αποτέλεσμα, το
αφήνουμε πίσω το κόσκινο.
3.Ότι περισσέψει το αφήνουμε ελεύθερο.
(Προσέξτε μην κάτσουν μύγες στις «μορφές»)
4. Αυτό που έχει ξεραθεί το τινάζουμε λίγο
(ώστε να μην σκληρύνει πολύ η προφορά των συμφώνων).
5. Το στεγνώνουμε (για να μην προλάβει να σκεβρώσει)
και το ρίχνουμε στην μηχανή:
Συνηθισμένη πιπεριέρα.
6.Στη συνέχεια απλώνουμε πάνω από την μηχανή
ένα κολλώδες φύλλο χαρτιού.
(για το ψάρεμα μυγών).
Τώρα πια όλα είναι απλά:
Στρίψτε το χερούλι, προσέξτε να μην σβολιάσουν οι στίχοι!
Το «αίμα» και ο «έρωτας»
«η μέρα» κι «η σκιά»
να πηγαίνουν ταιριαστά
η μια πίσω απ’ την άλλη.


Πάρτε το αποτέλεσμα …
γι έτοιμο προς χρήση:
για ανάγνωση
για απαγγελία
για τραγούδι.


Και για να αποσπάσετε τους ποιητές από την μελαγχολία της αεργίας,
για να μην τους αφήνετε να ξοδεύουν χαρτί,
να τους πάρετε από τον καλοκάγαθο Ανατόλι Βασίλιτς
και να τους δώσετε στον σύντροφο Σεμάσκα.


1923

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη

Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ροῦμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκα του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθερᾶν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξορκισμένος ἀπὸ τὴν κυρὰ-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖος του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πὼς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κι ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωμίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον, διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾿ ἔβλεπέ τις, πρωὶ καὶ βράδυ, νὰ ἐξέρχωνται ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμένοι γυναῖκες, φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἠρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γριὰ-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἥτις δὲν εἶχε προλήψεις κι ἔπινε φανερὰ τὸ ροῦμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρὰ-Κώσταινα ἡ Κλησάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἱσταμένη πλησίον του μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κεριά, καὶ ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε, μετ᾿ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.
Ἤρχετο κι ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον, κι ἐξενομάτιζε τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον.
Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μήνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιώ, ἡ κουμπάρα της, τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους, διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα, κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων, ἀπεδείχθη, ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσα ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες - πού, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλὰ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸ γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώσῃ, κι ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν τὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατῖναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κι ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα καὶ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν κοῦκον της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ... Καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς, ὅτι αὐτὸ περιεῖχε Τίμιον Ξύλον... Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη καὶ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ᾿ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
Εἰσῆλθε, ριγῶν, ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ροῦμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπε
-Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε σὺ τὸ ροῦμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχει πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κι ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλλίτερον ἀπ᾿ ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ ντόλστσε φὰρ νιένττε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζοῦρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾿ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποιὸς λέει, ὅτι αἱ ἐορταὶ εἶναι πάρα πολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ᾿ ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε, νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του, δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίνῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ καὶ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του.
Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα, ἰδὼν τὸν Παῦλον·
-Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ροῦμι, εἶπεν.
Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος, διὰ νὰ λύση τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας, μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον του Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
-Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν οὔτε καθισιό, οὔτε χουζοῦρι. Τ᾿ Ἅη- Νικολάου δουλέψαμε, τ᾿ Ἅη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχονται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ, πὼς θὰ δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...
Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
-Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουνε διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσια τὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονόμπαντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε ἑβδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
-Εἶναι καὶ ἡ τεμπελιὰ εἰς τὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμήν, καθ᾿ ἣν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀκούσῃ.
-Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα καὶ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια καὶ ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴ μοδίστρα. Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴν σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸν μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσο της· ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖο του, τὸ ροῦχο του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
-Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζιά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κοπίασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε...
-Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλο, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε, νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι! Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλεύσῃ καὶ νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἑορτάς. «Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαρειά. Κοπίασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα!»
Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευσε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ εἶναι «βρεμένο τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανιό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμὲτ Ἀλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἑξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαζε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης καὶ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο καὶ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτο σωστὸς τεμπέλης καὶ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιόν τι εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας καὶ τὴν ἄλλην ἦτο παραμονή. Τὸ γαλόπουλο δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευτῇ;
Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναῖκα του.
Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν παιδίον τῆς ἀγορᾶς, μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾿ ὤμων, ἥτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα, Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, τοῦ λόγου σου, ποὺ εἶναι ἐδῶ χάμου τὸ σπίτι τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
-Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπέ...
Ἀστραπή, ὡς ἰδέα, ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
-Μοὖπε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸ ἐξέχασα τώρα γρήγορα ἔπιασε σπίτι ἐδῶ χάμου, σ᾿ αὐτὸν τὸ δρόμο... τὸν εἶχα μουστερῆ ἀπὸ πρῶτα... μπροστήτερα καθότανε παρὰ πέρα, στὸ Γεράνι.
- Τοῦ κὺρ-Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! αὐτοσχεδίασε ὁ μαστρο-Παῦλος νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρα-Παύλαινα, μέσα στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο... αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του... πῶς νὰ πῶ; Εἶναι ἡ γενειά του... τὴ ἔχει λῦσε-δέσε, σ᾿ ὅλα τὰ πάντα... οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του... εἶναι κουνιάδα του... μαθὲς θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του... φώναξέ τὴν καὶ δῶσε της τὰ ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε
-Κυρὰ-Παύλαινα, κόπιασ᾿ ἐδῶ νὰ πάρης τὰ ψώνιαμ ποὺ σοῦ στέλλει ὁ κύριος... ὁ ἀφέντης σου. Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ἠσθάνετο εἰς τὴν ρῖνα του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελλε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴ γυναῖκα του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἓν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὧρας ἀνοικτόν, μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, καὶ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσε, ἐπῆγε μὲ τόλμην ἀπὸ τὰς πολλὰς σπονδὰς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου καὶ ἔκρουε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ᾿ ἔξω, χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνή, οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἡσύχασεν.
Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τ᾿ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένο μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὸ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ ἤρχιζον ἐναντίον των τὴν νύκτα οἱ γάτοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ροχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
-Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νἄχουμε καὶ καλὸ ρώτημα... Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μοὔχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κι ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι... Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦλθε μεσάνυκτα κι ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζεν ὅλους, κι ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά... κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμαρα, καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμῃ... Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου.. καλὸ κελεπούρι ἤτανε κι αὐτό, μαθές... καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβον μὴν ξαναέλθῃ ἐκεῖνος ποὖχε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία... ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κι ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἐμένα, τ᾿ ἄκουσες;
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά:
-Τώρα... εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
-Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κι ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Κοίταξε, μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενά, κεῖνος ὁ σκιᾶς ὁ κουνιάδος σου, πάλε...
-Εἶναι μέσα;
-Ἢ μέσα εἶναι, ἢ ὅπου εἶναι ἔφθασε... νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη, τῷ ὄντι, μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
-Ἔ, μαστρο-Παυλίνε, ἔλεγε, καλὸς ἦταν ὁ γάλος...
Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
-Καὶ νὰ μὴν πάρω κι ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὡς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα. Ἄφησέ τα αὐτά. Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε-ἔγινε, νὰ πᾶς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρῃς ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾿ ἀκοῦς;
-Τ᾿ ἀκούω.
-Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρᾶ, κι ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μία γαλοποῦλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδιοῦ εἶπε:
-Τὴν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νὰ πάλε κι ἐσὺ πέντε, κι ἄλλε πέντε, δέκα!
Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάζῃ αὐτά.
-Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, εἶπεν ἡ Στρατίνα τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν.
-Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν... δρόμο καὶ δουλειά!

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X.

Στίχοι του νέου Τεμέθου   του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»—   του Aντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος·   ένας περικαλλής
νέος εκ Σαμοσάτων.   Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι   είναι που ο Εμονίδης
(από την παλαιάν   εκείνην εποχή·
το εκατόν τριάντα επτά   της βασιλείας Ελλήνων!—
ίσως και λίγο πριν)   στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν·   ευάρμοστον εν τούτοις.
Μια αγάπη του Τεμέθου   το ποίημα εκφράζει,
ωραίαν κι αξίαν αυτού.   Εμείς οι μυημένοι
οι φίλοι του οι στενοί·    εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα   εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Aντιοχείς   διαβάζουν, Εμονίδην.

Ουκ έγνως

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ’ εμάς
τους Χριστιανούς. «Aνέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,
ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.

Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.

Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ,  ξ έ ν ο ς  π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και  π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.

Μανουήλ Kομνηνός

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.


Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Το φίλο μας που χάσαμε

Το φίλο μας που χάσαμε μιαν άδικη στιγμή
κανείς δε θα τον ξαναδεί να γέρνει ευβλαβικά
στον εποτάφιο αποβραδίς, στον ώμο μου ολονυχτίς
και το πρωί, νωρίς στο θάνατό του οριστικά.

Ποιός ήταν ποιός, ποιός ήταν ποιός και πού 'χε γεννηθεί
κανείς δεν ξέ-, κανείς δεν ξέ-, δεν ξέρει να το πει.
Ήτανε νέος, σχεδόν παιδί και φίλος μας ως το πρωί.

Τώρα κανείς δεν περιμένει να τον δει
απ' τη γωνιά του δρόμου να μας προσκαλεί.
Μια σφαίρα αστόχαστη μες τις πολλές και ξαφνική
τον πήρε μες σε μια στιγμή, άδικη και πικρή στιγμή.

Και τον ανάγκασε να ζει, αν ζει
στον ουρανό ή μες στη γη, κανείς δεν ξέρει να το πει.

Τον φίλο που αγαπήσαμε σε χρόνια μυστικά
κι έγινε εικόνα μαγική ενός καιρού που δεν γυρνά,
ενός παιδιού που μας κοιτά με λύπη κι απορεί.
Γιατί να φύγει ξαφνικά για πάντα ένα πρωί.

Φοβόμουν μ' έπνιγ' η σιωπή

Φοβόμουν μ' έπνιγ' η σιωπή
απ' τα σπαρμένα ηλεκτρικά καλώδια
από τις σιδεριές των γκρεμισμένων μας σπιτιών.

Σαν χέρια παραμορφωμένα,
σχήματα αιχμηρά που να ζητάν
ελεημοσύνη από τον ουρανό.

Ηλεκτρικά συνθήματα,
φωτιές μες στο σκοτάδι
που να ζητάν ελεημοσύνη από τον ουρανό...

Χορός με τη σκιά μου

Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω
κυνηγημένη σαν πουλί,
μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
το θάνατο που με καλεί.

Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ΄ τις πόρτες τα κλειδιά,
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.

Κυλώ σα δάκρυ στη σιωπή,
μέσα στου κόσμου τη ντροπή,
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ΄ αρπάζει η αστραπή.

Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω
μια μπάντα παίζει το ρυθμό,
σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό.

Κοιτάω μ΄ ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν΄ άστρο στο νοτιά,
άραγε να ΄ναι ΄κει το φως μου,
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά.

Φοβάμαι του όχλου τη χολή
ένας τυφώνας με καλεί,
η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή.

Οροφέρνης

Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.


Παιδί τον έδιωξαν απ’ την Καππαδοκία,
απ’ το μεγάλο πατρικό παλάτι,
και τον εστείλανε να μεγαλώσει
στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.

A εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες
που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πλήρη την ηδονή.
Μες στην καρδιά του, πάντοτε Aσιανός·
αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,
με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τους ωραίους της Ιωνίας νέους,
ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.

Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία
μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα,
στην βασιλεία χύθηκεν επάνω
για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,
για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.
Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι —
ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.

Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·
και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι
του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.

Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν·
θυμήθηκε που απ’ την μητέρα του Aντιοχίδα,
κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη,
κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,
και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Για λίγο βγήκε απ’ την λαγνεία κι απ’ την μέθη,
κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε να ραδιουργήσει,
κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,
κι απέτυχεν οικτρά κι εξουδενώθη.

Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’ εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.


Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ’ τα ωραία του νειάτα,
απ’ την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Aριαράθου.

Ιγνατίου Tάφος

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Aλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

Μελτέμι

Στο μνήμα του Παπαδιαμάντη

Mία σελίς της Tρωικής ιστορίας του Κωνσταντίνου Καβάφη

Aναμφιβόλως ο μεγαλείτερος πόλεμος τον οποίον έκαμαν οι Tρώες ήτο ο δεκαετής πόλεμος ον έψαλλεν Όμηρος. Aλλά το αρχαίον και ισχυρόν Tρωικόν Kράτος έκαμε και άλλους πολέμους, αγνώστους εις τα μετεγενέστερα έθνη μέχρι προ ολίγων ετών, ότε η εξέτασις των αιγυπτιακών μνημείων τούς έφερεν εις φως.
     Tας πληροφορίας τας οποίας δίδω εις το άρθρον τούτο αντλώ εκ της πολυτίμου Aρχαίας Iστορίας των Aνατολικών Λαών του κ. Γ. Mασπερώ, του χρηματίσαντος πρό τινων χρόνων Γενικού Διευθυντού των Aρχαιοτήτων εν Kαΐρω.
     Eπί της Bασιλείας του Pαμεσσή B΄ (Σεσώστριος) οι Tρώες εσυμμάχησαν μετά του λαού των Kίτι όστις τότε εδέσποζε των περί αυτήν χωρών. «H ελπίς να λεηλατήσουν αν όχι την Aίγυπτον αυτήν, λέγει ο κ. Mασπερώ, τουλάχιστον τας αιγυπτιακάς επαρχίας της Συρίας, απεφάσισε την Ίλιον, την Πήδασον, τους κατοίκους της Γέργιθος, τους Mυσσούς και τους Δαρδανίους να ενωθούν με τους Kίτι εναντίον του Σεσώστριος. Tρωικά στρατεύματα διέτρεξαν την χερσόννησον εν όλω της τω μήκει και εσταμάτησαν εν πλήρει κοιλάδι του Oρόντου, εις 300 λευγών απόστασιν από την πατρίδα των».
     Aξιοπερίεργοι είναι στίχοι τινές αιγυπτιακού ποιήματος υμνούντος την νίκην των Aιγυπτίων εν Kοδσού. O ποιητής περιγράφει τον αντίπαλον ηγεμόνα στέλλοντα κατά του Φαραώ «πολυαρίθμους αρχηγούς με τα άρματά των και τους άνδρας των τους ασκημένους εις όλα τα όπλα· τον ηγεμόνα του Aράδ, τον ηγεμόνα της Mυσίας, τον ηγεμόνα της Iλίου, τους ηγεμόνας της Λυκίας και της Δαρδανίας, τους ηγεμόνας του Γαργαμίς, του Kαρκίσα και του Kαλουπού. Oι σύμμαχοι ούτοι των Kίτι συναθροισμένοι είχον τρεις χιλιάδες άρματα». Tο ποίημα εξακολουθεί εξιστορούν την ήτταν των.
     «H ήττα του Kαδσού» ―λέγει ο κ. Mασπερώ― «αηδίασε τους Tρώας από τας μακρυνάς εκστρατείας». Θα είχε το αυτό αποτέλεσμα και επί άλλων λαών της Mικράς Aσίας και ως εκ τούτου υπήρξε λίαν επιζήμιος εις το κράτος των Kίτι. H ισχύς του κράτους τούτου εβασίζετο κατά μέγα μέρος επί των μικρασιατικών λαών. Eίχον συνάψει οι Kίτι σχέσεις στενάς με τους λαούς των μεσημβρινών και δυτικών χωρών της Mικράς Aσίας, μεταξύ των οποίων οι Δαρδάνιοι και οι κάτοικοι της Iλίου ήσαν εις την πρώτην θέσιν. «Eρειδόμενοι επί της συμμαχίας των λαών τούτων και ενίοτε βοηθούμενοι υπό ταγμάτων εκ των στρατών των, οι Kίτι απέβησαν σπουδαία στρατιωτική δύναμις ικανή να αντιπαραταχθή προς την Aίγυπτον και να τη διαμφισβητήση ακριβά την νίκην».
     Ως μία ηχώ των πολιτικών και στρατιωτικών τούτων σχέσεων των Tρώων ευρίσκομεν είς τινας αρχαίας παραδόσεις. Kατά τον κ. Mασπερώ, «Oι Oμηρικοί ποιηταί εγνώριζον έτι αορίστως ότι μεταξύ των μαχητών των ελθόντων εις βοήθειαν των Tρώων υπήρχον Kήτειοι1» ―ο αιγυπτιολόγος τούς ταυτίζει με τους Kίτι― «ων τον αρχηγόν εφόνευσεν ο Nεοπτόλεμος».
     Eδώ ελλείψει περισσοτέρων πληροφοριών θα παύσω, αλλά νομίζω ότι αι αποκαλύψεις αύται δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος διά τους σπουδάζοντας τα κατά την προϊστορικήν εποχήν του Eλληνικού έθνους. Πάντα τα αφορώντα τους Tρώας αφορώσιν επίσης την ελληνικήν αρχαιότητα, εις ην το μέγα κράτος της Iλίου είναι στενώς συνδεδεμένον, ή μάλλον ης απαρτίζει μέρος.


ΣHMEIΩΣH
1. Eν σημειώσεσι πολλής αξίας ο κ. Mασπερώ εξηγεί τα δεδόμενα τα οποία τον κάμνουν να ταυτίζη τους Kίτι με τους Kητείους, και την αιγυπτιακήν γραφήν Iλιούνα με την Ίλιον.

Τα Επικίνδυνα

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»

Τεχνουργός κρατήρων

Εις τον κρατήρα αυτόν   από αγνόν ασήμι —
που για του Ηρακλείδη   έγινε την οικία,
ένθα καλαισθησία   πολλή επικρατεί —
ιδού άνθη κομψά,   και ρύακες, και θύμοι,
κ’ έθεσα εν τω μέσω   έναν ωραίον νέον,
γυμνόν, ερωτικόν·   μες στο νερό την κνήμη
την μια του έχει ακόμη.—   Ικέτευσα, ω μνήμη,
να σ’ εύρω βοηθόν   αρίστην, για να κάμω
του νέου που αγαπούσα   το πρόσωπον ως ήταν.
Μεγάλη η δυσκολία   απέβη επειδή
ως δέκα πέντε χρόνια   πέρασαν απ’ την μέρα
που έπεσε, στρατιώτης,   στης Μαγνησίας την ήτταν.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας

Δόκιμε σοφιστή    που απέρχεσαι εκ Συρίας
και περί Aντιοχείας   σκοπεύεις να συγγράψεις,
εν τω έργω σου τον Μέβη    αξίζει ν’ αναφέρεις.
Τον φημισμένο Μέβη   που αναντιρρήτως είναι
ο νέος ο πιο ευειδής,   κι ο πιο αγαπηθείς
σ’ όλην την Aντιόχεια.   Κανέν’ από τους άλλους
του ιδίου βίου νέους,   κανένα δεν πληρώνουν
τόσο ακριβά ως αυτόν.   Για νάχουνε τον Μέβη
μονάχα δυο, τρεις μέρες   πολύ συχνά τον δίνουν
ως εκατό στατήρας.—   Είπα, Στην Aντιόχεια·
μα και στην Aλεξάνδρεια,   μα και στην Pώμη ακόμη,
δεν βρίσκετ’ ένας νέος   εράσμιος σαν τον Μέβη

Ο ήλιος του απογεύματος

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Πάντα γυρίζω

Πάντα γυρίζω ἐκεῖ πρὸς τὰ χαράματα
τῆς ὄμορφης ἀγάπης μας. Μὴν τύχη,
φοβᾶμαι, τὸ μοιραῖο νὰ συντύχη
καὶ φύγουν γιὰ τ᾿ ἀγύριστα περάματα.

Θαρρῶ ζωὴ τῆς δίνω ἀνακαλώντας
τὰ πρωτινὰ φεγγοβολήματά της,
τὸ ἀνόθευτο μεθύσι μας κοντά της
τὰ δῶρα της περίσσια σπαταλώντας.

Κι᾿ ἀναζητῶ τὸ βλέμμα σου γεμάτο
μίαν ἀφοσίωση ἀστέρευτη, σὰν ἔννοια,
σὰν ἕλξη νἄταν ὅλο μαγνητένια,
τόσο ὄμορφο ἦταν, τόσο ἦταν γεμάτο.

Ἄχ! ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ μοῦ κρατάει
τὴ σκέψη σκλαβωμένη στὸ πρωτάνθι,
ἐνῶ γύρα μας περισσεύουν τἄνθη
ποὺ ἀμέριμνα ἡ ἀγάπη μας σκορπάει.

Σαν πεθάνω

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο - μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
- φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.

Είν’ η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου ’χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νοιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.

Τίποτ’ εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτ’ εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω!
Κάποια παλιά συνήθεια θα ’ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.

βράδυ

Καλώς το που ήρθε το άφωτο βραδάκι
έτσι απαλό σα χάδι να μ' αγγίξει
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
στο σκοτεινό στ' ατέλειωτο δρομάκι

Εκεί που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές
ωραίες ελκυστικές κι άπιαστες λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε

Καλώς το που ήρθε σαν την καλοσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
και την ψυχή μου ελεύθερη ν' αφήσει
να απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη

Ο γέρος

 Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια

Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»

στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.

Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,

ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά.

Όταν Διεγείρονται

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,
όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.
Του ερωτισμού σου τα οράματα.
Βάλ’ τα, μισοκρυμένα, μες στες φράσεις σου.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου,
την νύχτα ή μες στην λάμψι του μεσημεριού.

Ιασή Tάφος

Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για

τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Aλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη.

Η αρχή των

Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής
έγινεν. Aπ’ το στρώμα σηκωθήκαν,
και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ’ το σπίτι· και καθώς
βαδίζουνε κάπως ανήσυχα στον δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου.

Πλην του τεχνίτου πώς εκέρδισε η ζωή.
Aύριο, μεθαύριο, ή με τα χρόνια θα γραφούν
οι στίχ’ οι δυνατοί που εδώ ήταν η αρχή των.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Το πέλαγο είναι βαθύ

Το πέλαγο είναι βαθύ,
κι η αγάπη είναι μεγάλη
έχω έναν πόνο στην ψυχή
και ποιος θα μου τον βγάλει

Το πέλαγο είναι γλυκό,
χάδι μαζί και δάκρυ
και με κυλάει αφρίζοντας
στου ορίζοντα την άκρη.

Το πέλαγο είναι παιδί,
τρέχει και δεν το φτάνω
παιδί και στην αγάπη του,
που σαν παιδί το χάνω.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Ταξίδεψα στα σύννεφα

Ταξίδεψα, ταξίδεψα,
όμως εκεί δεν φτάνω,
μοιάζει θαρρείς με όνειρο,
που βρίσκω και το χάνω.

Πέρασα μέσα από στενά
και σκοτεινά δρομάκια,
πέρασα μέσα από φωτιά
κι αρχοντικά παλάτια.

Περπάτησα στα μάτια σου,
για να βρω την αλήθεια
μα τα 'κλεισες ειρωνικά
λέγοντας παραμύθια.

Και ξέρω, τώρα έφτασα,
τελείωσε το ταξίδι,
πλήρωσα τόσο ακριβά
κάτι που λίγο αξίζει.

Να φύγει αυτός ο χειμώνας

Όπου καρδιά κι όπου ψυχή, τα έχουμ' όλα θάψει
και όποιος αντιστέκεται, πρέπει κι αυτός να πάψει,
γλυκιά η αναρρίχηση, μα η ανταμοιβή της
κόρη χωρίς αντίρκισμα, μάταια η μορφή της

Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας

Πατέρας έκανε το γιό, να μοιάσει του πατέρα
κι όποιος γι' αυτούς εργάζεται, δε βλέπει άσπρη μέρα,
πρ'οσωπα χωρίς όνομα και δίχως χαρακτήρα
που πίνουνε το αίμαι μας για ένα ποτήρι μπύρα.

Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας

Μάτια που βλέπεις μέσα τους μιζέρια, φόβο, θλίψη
και καταθέσεις μια ζωή, μ' επιταγές τη σήψη,
αχ, πότε μια μέρα ο κόκορας, πριν κάνει να λαλήσει,
να ξαναγίνουμ' άνθρωποι και να 'χουμε ξυπνήσει

Σκοτώνουμε τον έρωτα και τη ζωή
με τα καμώματά μας,
και ζούμε μες τα ψέμματα
κι εμείς και τα παιδιά μας

Γύρω - γύρω στη σκοπιά ( All allong the watch - tower )

Θα υπάρξει μια διέξοδος, είπ' ο παλιάτσος στο ληστή
γύρω μας βλέπω συγχυση, γαλήνη δε θα βρεις
εμπόροι πίνουν το κρασί μας, κι άλλοι σκάβουν τη γη
κανένας νόμος δεν ισχύει, τα πάντα έχουν χαθεί.

Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς, ήταν τα λόγια του ληστή
βρίσκοντ' εδώ πολλοί από μας, που 'χουν γι' αστείο τη ζωή
κι ας μη μας ήτανε γραφτό, τα 'χουμε ζήσει όλ' αυτά
ας μη μιλάμε πια λοιπόν, η ώρα είν' αργά.

Γύρω - γύρω στη σκοπιά, πρίγκιπες ξαγρυπνούν
καθώς γυναίκες και παιδιά, αδιάκοπα περνούν
κάπου απ' έξω μακριά, αγριόγατος βογκάει
πλησιάζουν καβαλάρηδες, τ' αγέρι λυσσομανάει.

Οδός ονείρων (επίλογος)

Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό ονείρων
Εδώ τελειώνουν τα όνειρα
που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά
δίχως να το γνωρίζετε
Τώρα είναι αργά
Κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί
Εγώ αθεράπευτα πιστός σ’αυτόν τον δρόμο
θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί
για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε
Να τα φυλάξω
και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά
πάλι σε μουσική
Καληνύχτα

οδός ονείρων

Κάθε κήπος έχει
μια φωλιά για τα πουλιά.
Κάθε δρόμος έχει
μια καρδιά για τα παιδιά.

Μα κυρά μου εσύ,
σαν τι να λες με την αυγή
και κοιτάς τ' αστέρια
που όλο πέφτουν σαν βροχή.

Δως μου τα μαλλιά σου
να τα κάνω προσευχή,
για να ξαναρχίσω
το τραγούδι απ' την αρχή.

Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή.
Μα ένα αγόρι έχει
την αγάπη για ντροπή.

Ο ταχυδρόμος πέθανε

...ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει
ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που 'χα τάξει

και σαν πουλί που πέταξε
η πικραμένη του ζωή,
πέταξε πάει και τού 'φυγε
η δροσερή πνοή

Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου
το τελευταίο φιλί μου

Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια
κι ήταν αυτός η αγάπη μου,
η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,
φέρνει δροσιά στ' αηδόνια

Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου
πού 'ναι του ονείρου ο δρόμος
αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος

Ο Βασιλεύς Δημήτριος

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
        εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.

                Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Ιωνικόν

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των·
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.