Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Τέσσερις δρόμοι για τουν Ερωτόκριτο: Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων και ο Νίκος Ξυδάκης συνθέτουν πάνω στους στίχους του Βιτσέντζου Κορνάρου, πλην ενός (Γεώργιος Βιζυηνός)



Αφεντόπουλος της Μυτιλήνης

Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.

Ο πρώτος οπού μ' Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ' Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.

Τα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.


Αφέντης της Μεθώνης

Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφο Καβαλάρη.
Τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.

Τούτ' ήταν τ' Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.

Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.



Αφέντης της Μακεδονιάς

Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Και τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.

Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.

Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.


Αφέντης της Κορώνης


Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κ' ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.

Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.

Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει




Αφέντης της Σκλαβουνιάς - Ρηγόπουλο της Κύπρου

Ο Αφέντης της Σκλαβουνιάς
Πάντ' έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κ' ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧

Της Κύπρου το Ρηγόπουλο
Κ[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.

Με μιά βροντή και μιά αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π' όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ' ανθρώπους.

Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ' άρματά του λάμπου',
κ' ήσα' γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.

Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ' ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κ' ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης

Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κ' εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.








Ξύπνα, πατέρα! χαραυγή
τον ουρανό χρυσώνει,
κι᾿ όλη ξυπνά η μαύρη γη.
Ξύπνα και σύ με την Αυγή, ν᾿ ακούσουμε τ᾿ αηδόνι.

Με την μητέρα μία ψυχή,
σε κάθε τέτοιαν ώρα
πετούσατε στην προσευχή.
Γιατί κοιμάσαι τώρα;

Είναι το όνειρο μακρύ
που βλέπεις εδώ πέρα;
Κοιμήθηκες, κι᾿ ήμουν μικρό,
κι᾿ ως να τελειώσει το πικρό, ετράνεψα, πατέρα!

Θυμάσαι; Μου 'κλεψες φιλί
μιά μέρα παιχνιδιάρη,
και μου 'πες - Άφτερο πουλί,
χρειάζεσαι καιρό πολύ να γίνεις παλικάρι.

Ήρθ᾿ ο καιρός. Νάμαι τρανό!
Δές με, καλέ πατέρα,
Σου τράνεψα, μα ... ορφανό!
Στο δρόμο, που συχνά περνώ, με είπανε μια μέρα.

Πες μου, πατέρα, την αυγή,
που καίει το λιβάνι
η μάνα και μυρολογεί,
Η μυρωδιά περνά τη γη; Μπορεί να σε ζεστάνει;

Το βράδυ πούρχομαι γοργά
κι᾿ ανάφω το καντήλι
το ξέρεις πως τ᾿ ἀνάφω ᾿γώ;
Ξύπνα, πατέρα! θα καώ, σα λυχναριού φυτήλι!

Με φώναζες να κοιμηθώ
στο σπλαχνικό πλευρό σου.
-Έλα, μικρό, νὰ ζεσταθῶ.
Κι᾿ εγώ πετούσα να χωθώ στον κόρφο το γλυκό σου.

Τώρα, πατέρα, στην πικρή
τη γη τη χιονισμένη,
στην κρύα κλίνη τη μικρή,
αυτή τη νύχτα, πές μου ποιος σε ζεσταίνει; ...

Θέλεις εγώ ν᾿ αποκριθώ;
Κανείς, καμμιάν ημέρα!
Μα ήρθα εγώ για να χωθώ
Στον κόρφο σου να κοιμηθώ, νάσαι ζεστός, πατέρα.





Ήντα δεν κάνει ο Έρωτας

Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε
κι' αγάπη δεν κατέχει

Ποιος δεν την εδοκίμασε
ποιος δεν την εξετρέχει

Κι ήντα δεν κάνει ο έρωτας
σε μια καρδιά που ορίζει
Σαν τη νικήσει ουτέ καλό,
ουτέ πρεπό γνωρίζει.


Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε
κι' αγάπη δεν κατέχει


Ερωτόκριτος - Κρητικός

Στης κεφαλής τη σγουραφιά τουνού του διωματάρη,
ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα Ψυχάρι.
Κ' είχε με γράμματα αργυρά και παραχρυσωμένα,
εις τρόπο κατασκεπαστό, τα Πάθη του γραμμένα‧

Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ' ένα φαρί-ν ολόμαυρο, το'να του πόδι είν' άσπρο,
και μέσα σ' όλους ήλαμπεν ωσάν τσ' ημέρας τ' άστρο.

Όλοι εσταθήκα' να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.

Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ' άρματά του‧
και μ' έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ' άρματα, κ' εφαίνουντον κ' εκείνη.

Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κ' εφάνηκε ξεχωριστός σ' Ανατολή και Δύση,
μ' αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες , την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά'μορφος εγίνη.

Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.





Μια κάποια λίγη πεθυμιά

Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον καιρό εγίνηκε μεγάλο.

Κι αγάλια-αγάλια η πεθυμιά μ' έβανεν εις τα βάθη,
κι ήκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και φύλλα κι άθη.

Μια κάποια λίγη πεθυμιά ξεσήκωσε το νου μου
και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου:
Τούτες την πεθυμιά πετού, στον ουρανό την πάσι
κι όσο σημώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
Και πάραυτας γκρεμνίζομαι, απείς φτερά δεν έχω,
γιατί ήφηκα τα χαμηκά και τα ψηλά ξετρέχω,
και πάλι εκείνη η πεθυμιά δε θέλει να μου λείψη,
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη,
και πάλι βρίσκω τη φωτιά, πάλι ξανακεντά με
κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι με ξαναρίχνει χάμαι.






Νένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα
και τα τραγούδια κι οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα.
Και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιος είν' αυτός που τραγουδεί κι έγνοια μεγάλην έχω.

Τα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
γραμμένα τα 'χω και συχνά κλαίοντας τα διαβάζω.

Κάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα όπου μ' αρέσει,
τόσο πλια μες στα σωθηκά σπίθες φωτιές με καίσι.


τα θαύματα του έρωτα

Γροικήσετε τον έρωντα
θαμάσματα τα κάνει
κι εισέ θανάτους εκατό
οσ`αγαπούν τσι βάνει.

Μαθαίνει τσι να πολεμούν
τη νύχτα στο σκοτίδι
πληθαίνει τως την όρεξη
και δύναμη τως δίνει.

Κάνει τον ακριβό φτηνό
τον άσκημο ερωτάρη
κάνει και τον ανήμπορο
άντρα και παλικάρι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους

στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.

Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.

Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.