Αφού έζησε εκ του σύνεγγυς το θαύμα μιας ζωής που αγνοούσε, παρατηρώντας έκπληκτος τους άλλους γύρω του, ν’ αναδιπλώνονται υστερικά ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός τερατώδους και απάνθρωπου μηχανισμού που τους μετέτρεπε σε καταναλωτικά νευρόσπαστα και με ασφάλεια τους οδηγούσε στην παθητικότητα και την αποξένωση, κατέληξε ―προς το βράδυ της δεύτερης, κιόλας, μέρας της ελευθερίας του― στο φοβερό συμπέρασμα πως είχε πέσει σε παγίδα: είχε καταφέρει ν’ απαλλαγεί από τη φυλακή ―όπου ζούσε τόσα χρόνια― και είχε έρθει τώρα ―με τη θέλησή του― να περάσει τα υπόλοιπα σε μιαν άλλη.
Παρόλο που από καιρό είχε παραιτηθεί από τα πάντα και ήταν ήδη έτοιμος πια να δεχτεί αυτό που θα ’φερνε η μοίρα, εντούτοις ―όταν το συνειδητοποίησε― κατελήφθη, αυτόματα, από ένα είδος ναυτίας που συνοδευόταν από ένα δυσάρεστο αίσθημα κενού ―κάπου εκεί στο χώρο μεταξύ στομάχου και πνευμόνων― γι’ αυτό και οδηγήθηκε αμέσως στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε στο δρόμο του, παραγγέλνοντας ―προς αναπλήρωσιν του φοβερού κενού― ένα εξίσου μεγαλοπρεπές κομμάτι γλυκού, το οποίο και κατεβρόχθισε, απνευστί, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Το κενό παρέμεινε όπως είχε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ― μόνος και άναυδος― και επ’ ολίγον μόνο στο τραπεζάκι, έχοντας τώρα επιπλέον, και το δυσάρεστο συναίσθημα ότι η παρουσία του μέσα εκεί αποτελούσε φοβερή παραφωνία, γι’ αυτό πλήρωσε αμέσως το λογαριασμό και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα.
Και πράγματι οδηγήθηκε πάραυτα σε χώρο απαστράπτοντα όπου, αφού απάλλαξε, πρώτα, την κύστη του από το περιττό της βάρος, αμέσως, ύστερα, μια στιγμιαία έκλαμψη, τον έκανε να ανασύρει από τη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του ένα παλιό μολύβι και να λερώσει με αυτό τον πεντακάθαρο τοίχο της τουαλέτας, γράφοντας, με σταθερά γράμματα, τη μελαγχολική φράση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου