V
Ἀνεπαίσθητοι τριγμοί τῆς νύχτας
σάν κάποιος νά πατεῖ μέ προσοχή
στά κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ
ἤ στό θόλο τοῦ κρανίου μου.
Ἀφουγκράζομαι δίχως ἀνάσα.
Ἴσως νά ’ναι τά βήματα
κάποιου ἀπό τούς νεκρούς μου
πολύ διακριτικά
γιά νά μή μέ τρομάξουν.
VΙΙ
Ἕνα χέρι ἀναδύεται πλάι μου.
Δυό ἀκατάληπτες λέξεις.
Μίλησέ μου ἀπ’ τό σήμερα
ἄγγιξέ με ἀπ’ τό τώρα. Τεντώθηκα
ἀφάνταστα σ’ ὅλο τό μάκρος
τῆς ζωῆς μου
πονῶ
ἀπό τήν ὑπερβολική ἐπιμήκυνση.
Τό χέρι διπλώνεται ἥσυχα
πάλι στόν ὕπνο του. Ἡ σιωπή
σέρνει τό δάχτυλό της στά κλεισμένα χείλη.
Χ V
Κρεμασμένη ἀπ’ τ’ ἀόρατο νῆμα της
κατεβαίνει ἡ γιαγιά ἀράχνη.
Σαλεύει ἀργά τά μακριά της σκέλη
τά γυμνωμένα ἀπό τίς σάρκες λευκά ὀστά της.
Μιά πιθαμή πάνω ἀπ’ τά μάτια μου
μένει μετέωρη κι ἀκίνητη.
Σταυρώνει στήν κοιλιά τά πόδια
σά νά προσεύχεται γιά τήν ψυχή μου.
Τό δέρμα μου ἀνατριχιασμένο περιμένει
τό ἄγγιγμά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου