Φτεροῦγες ἀνοιχτές δίχως πέταγμα
ἀνήσυχες κινήσεις δίχως σάλεμα.
Ἀγκυλωμένα τά μέλη, ξεραμένα
τά βλέμματα. Ἀπ’ τά μισάνοιχτα
ράμφη στάζει βαριά ἡ σιωπή.
Πίσω ἀπ’ τή γυάλινη πόρτα
ἔχει παγώσει ὁ χρόνος.
Ποῦ πῆγε ἡ μουσική τόσων
κελαϊδημάτων; Τό θρόισμα τόσων φτερῶν;
Μάταιη τῶν χρωμάτων ἡ χλιδή
καί τό μελετημένο ζύγιασμα τῶν στάσεων.
Μ’ ὅλο τό στολισμό τοῦ προσωπείου
σ’ ἀναγνωρίζω, παντοκράτορ Θάνατε.
Ἐσύ ’σαι ὁ συνθέτης τῆς ἀπόλυτης σιγῆς
ἐσύ ὁ γλύπτης τῆς πιό τέλειας ἀκινησίας.
ΙΙ
Ὀνειρεύομαι μιά φωνή νά συντρίβει
τό κρύσταλλο τῆς σιωπῆς:
«Πουλιά, σαλέψτε τά φτερά σας
σπάσετε τήν ἀκινησία!»
Καί νά βρεθῶ ξάφνου
στό κέντρο ἑνός στροβίλου
στήν καρδιά ἑνός μυριόφωνου κελαϊδισμοῦ.
Ν’ ἀναρπαστῶ σέ σύννεφο φτερῶν
ξεθηκαρώνοντας μέσ’ ἀπ’ τό χρόνο
σέ μιάν ἀνάληψη πού θά μέ φέρει
στήν πηγή τῆς ἀσίγαστης μουσικῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου