"Χωρίς"
Πηγές μην ψάχνεις
Δεν έχει αθάνατο νερό να πλύνεις τον καιρό
Γωνιές
Ιστούς
Κι άδεια πηγάδια
Μα εσύ
Χωρίς το φόβο των διχτυών κοιμήσου
Κόκκινο χρώμα έσταξα
Και λίγο όνειρο
Στην όχθη των ματιών
Να ’χεις
Στης νύχτας τα περάσματα μαζί σου
Μικρό ροδάκινο στόχε υψηλέ
με τόσα πρόθυμα κλαδιά
πόσο το μέτωπό σου ζήλεψε χώματα
Πού είναι οι αστραπές τα ποτάμια οι γειώσεις του ήλιου
ραγδαίες βροχές και διψάς
μα κανένα θολό νερό δε θα σου πει την αλήθεια
Έλα
θα σου δείξω και στων δρόμων τα σώματα
τάφρους της μνήμης σε στιγμή κόκκινου πανικού
αρκετά είναι να σκούξει η καρδιά της πρώτης ηλικίας
μόνο μην πεις πως παιδεύτηκα στην άγνοια λύση
με σαράντα οφθαλμούς στριφογυρνώ σ’ ένα σεντόνι
ως μη ελεγχόμενο επεισόδιο
κι αφού κράτάει κάτι απίκραντο του αγγέλου το βλέμμα
με την αγάπη λειτουργώ το αδιέξοδο
δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί
Καταφυγή
Μη με κοιτάς με πρωτοσέλιδα
κι αναρτημένες προσμονές
εγώ ποτέ μου δε σχολίασα υπόγειο χαμόγελο
και τελευταία αποφεύγω να διαβάζω φωναχτά
το υλικό των ημερών
μετέφερα το σώμα της ανάγκης
στα κρεβάτια των κισσών κι οι σπουργίτες
ανέλαβαν των αηδονιών τη συναυλία
ψύχρανε εντός βροχή μου
κι οι στέγες κλαίνε κατηφόρα
ρίξε κάτι πάνω σου μην κρυώσεις
που σε έχω και σένα στο νου μου
"Βόρεια απογέματος"
Κάμφθηκε τόξο ο καιρός
κι εκτίει τραύμα το σώμα των βοτάνων
ολοφύρονται δάση πτώσεις πατημασιές
συχνά ένα φύλλο δεν άντεξε την κίτρινη φλέβα
και κατέρρευσε κάτω από τη γλώσσα
η φιλοποίμην γεύση των λέξεων
μπουκιά χελιδόνι
φουρφουρίζει στη γούρνα με το πικρό νερό
μήτε να μυρίζει στέγνωση σπαθιών
σε ποιο τέλι
από καρφί χειρολαβή
τεντώνεται η μέρα ως το τελευταίο της φουστάνι
στη μεγάλη στοά των χεριών
καίει το λιβάνι της ποίησης
έσπρωξα την αγάπη μέχρι την ευχή
στο δρόμο άντε καλό μου
και το απόγευμα έσκυψε την πήρε απ΄ το χέρι
έστησαν γέφυρες πετριές πεντόβολα
έτρεξαν στο κέρδος και στο όχι
τα ενδεχόμενα δε βγαίνουν στρογγυλά
πέρασε η ώρα
αποκοιμήθηκαν μαζί
σκεπασμένα με λίγα κλάματα
και την αιώνια στιγμή
δόξα τω Θεώ
σ΄ αυτό το εικόνισμα
κανένα νόμισμα δεν πάει χαμένο
"Υποτροπιάζον ηλιοτρόπιο (ναμαμάνα)"
Δυόμισι άνοιξη πάνω στην πέτρα
παραπατάει η θάλασσα και λείπει το νερό
παραπατώ μια σκέψη που από το νωρίς του ονείρου
τη μάνα μου ήθελε ρώγα και παράπονο σταφύλι
να κλείσει έναν κατάσαρκο ύπνο και δεν είχε
αγγέλου χείλι και δοκιμών φτερά
ολόκληρα ζεστά και τ αστέρι στο μέτωπο
δεν πρόφτασα δεν ενθυμούμαι
κι ό,τι λέω τώρα με την καρδιά το πλέω
το στρουμπουλό πουλί που άλλαξε πολύ
στην ίδια θέση έτρωγε κόκκινο στη γνωριμία των
εποχών
κι ας το ξενίτευα εδώ κι εκεί στην ίδια θέση
έπαιρνε μέρος στήθος στο όριο των προβλέψεων
σε ύψος σε περπατησιά σε αγάπη
μια εποχή σε χώρα στήθους άλλωστε κι αυτή
νοτιάς ο δρόμος Σαββατόβραδο
ο Ιούλιος να φεύγεις
τετράτροχη με τα μάτια τού "δε σ αφήνω"
τα τραβήγματα στην πλάτη και ξανά απ την αρχή
κυπαρισσία νύχτα
άλλωστε
μπορείς πουλί να αντέξεις
λιγάκι μια σχισμή όχι παραπάνω
ένα διάδρομο ανάμεσα χωμάτων
να πάμε στη μάνα μου να κατεβαίνω
τον πρόλογο τρέχω επίλογο
δεν έχω ιδέα πώς ανιχνεύεται ο μόνος στη σιωπή
πατάει ξερό κλαδί
ή ανάβει άνθος ηλίου υποτροπιάζον;
δάκρυ με το σπασμένο κωδικό
θα τα χαλάσεις τα μάτια σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου