ε
Φανερωνότανε καί πάλι ἀποχωροῦσε.
Ἔφευγε πίσω ἀπό τό βλέμμα της
τό χαμογέλιο της γινότανε προπέτασμα
γιά νά γλιστρήσει μέσ’ ἀπό τά χέρια μου.
Κρυβότανε πίσω ἀπό φράσεις
ὅμοιες μέ πινακίδες πού ἡ κάθε μιά τους
δείχνει σέ διαφορετική κατεύθυνση.
Ξάφνου ἀνακάλυπτα πώς περπατοῦσα
στό δρόμο μόνος μου, πλάι σ’ ἕνα
προσωπεῖο πού τό ’χε λαξέψει
τό φεγγάρι, σέ χρῶμα λεμονιοῦ.
θ
Κάποτε ἤσουν ἡ περίκλειστη κι ἡ ἀβυθομέτρητη.
Τώρα ἄνοιξες σά ρόδο στήν ἀνασεμιά τοῦ Μάη.
Τό φῶς σέ καταυγάζει κι ἐσύ ἀφήνεσαι
δίχως φόβο καί δίχως μεταμέλεια
προσηνής στή φιλότητά μου κι ἐνδόσιμη.
Τώρα δέ μοῦ εἶσαι ἡ ἄγνωστη κι ἡ ξένη.
Ἦρθε πιά ἡ ὥρα νά σ’ ὀνοματίσω.
Σέ λέω Φοίβη γιατί φώτισες τίς νύχτες μου
σέ λέω Μυρσίνη γιατί εὐώδιασες τόν ὕπνο μου
σέ λέω Αὐγή γιατί χρωμάτισες τή σκέψη μου
σέ λέω Ἕρση γιατί δρόσισες τήν ἔρημό μου
σέ λέω Ἀγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου