με τσίνορα υπνωτισμούς
και ούγιες υστερόκυμα
από φίλντισι…
Ήταν μάλλον αργά
να περπατάμε μέσα σε τόση δωρεά ομορφιάς
με τα μέλη μας βαριά
και τις πανοπλίες του πολέμου
να χάσκουν γελοιότητα,
με τα πρόσωπα καπνισμένα
και τα στόματα πνιγμένα
από τον αχνό και το μπαρούτι
και τις γλώσσες γυρισμένες
στο διάλογο του παράλογου,
στο κατακάθι
μιας μάχης
που πάλευε στον ουρανίσκο
πικραλμύρα λέξεων.
Ηταν μάλλον άδικα
τα χαρίσματα μας…
Κι ήταν τότε
που τ ακρογιάλι έκλεισε και τ άλλο του βλέφαρο,
κι η τρομακτική Ιδέα
ξεμαλλιασμένη
αλαλάζουσα
έσκιζε τη μαύρη της μαντήλα
σκοτεινά, σκοτεινά, σκοτεινά
κι απύθμενα..
και κατακλύστηκε
βαθύ μπλε
υπόκωφης απορίας
ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΕΜΗΣΑΜΕ?
Σάλιο δεν είχες
σάλιο δεν είχαμε
μονάχα είπες,
Ή μου φάνηκε,
πως
το υπόλοιπο του αμφίβιου μας χρόνου
είναι ο φλοίσβος μας
με το τυφλό του Τέλος…
Κι ήταν άδικα τα χαρίσματα…
Κι αφρός πελάγου η ιστορία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου